TAILGATE - ορισμός. Τι είναι το TAILGATE
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι TAILGATE - ορισμός

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Tail Gator; Flip-up window; Tail gate; Tailboard; Tailgate (disambiguation)

tailgate         
¦ noun a hinged flap giving access to the back of a truck.
?the door at the back of an estate or hatchback car.
¦ verb informal drive too closely behind (another vehicle).
Derivatives
tailgater noun
tailgate         
(tailgates, tailgating, tailgated)
1.
A tailgate is a door at the back of a truck or car, that is hinged at the bottom so that it opens downwards.
N-COUNT
2.
If you tailgate someone, you drive very closely behind them.
Perhaps the fact that the car was tailgating him made him accelerate...
Police pulled him over doing 120km/h, making rapid changes and tailgating.
VERB: V n, V
Tailboard         
·noun The board at the rear end of a cart or wagon, which can be removed or let down, for convenience in loading or unloading.

Βικιπαίδεια

Tailgate

Tailgate, Tailgating, or variants of Tailgator may refer to:

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για TAILGATE
1. The blast penetrated the truck‘s tailgate before hitting Price.
2. Then they spread out the food along our pickup‘s tailgate.
3. Other workers wove between the elaborate tailgate parties.
4. We tailgate him, fishtailing around corners, braking, accelerating.
5. Finns, in turn, become furious with drivers who "tailgate" other vehicles.